29/10/10

ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΕ ΕΝΑ ΦΙΛΟ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ Π. ΛΟΥΣΚΟ


ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ Σ’ ΕΝΑ ΦΙΛΟ ΜΟΥ

Αγαπημένε μου φίλε Γιάννη Δημαρά. Επειδή όπως φαίνεται είναι πολύ δύσκολο να σε βρει κανείς και να συνομιλήσει μαζί σου, αποφάσισα να σου γράψω λίγες μέρες πριν τις εκλογές.

Πήρα την απόφαση, μετά από αρκετά χρόνια όπως γνωρίζεις, να πάρω μέρος στις εκλογές για την Περιφερειακή αυτοδιοίκηση. Να είμαι υποψήφιος στο νότιο τομέα της Αττικής, με το Γιάννη Σγουρό, εκεί όπου συχνάζουν και μένουν όλα τα παλιά φιλαράκια μας.

Προσπαθώ εδώ και τρεις βδομάδες να επικοινωνήσω μαζί τους. Να τους βρω, να τους μιλήσω.

Είναι γεγονός ότι παντού υπάρχει κατήφεια, σκέψη, πόνος και περισυλλογή.

Όλοι τους ψάχνονται. Σκέφτονται τι πρέπει να κάνουν στις εκλογές. Όλοι ρωτούν μήπως πρέπει να στείλουμε το ΜΗΝΥΜΑ. Αν και κανένας τους δεν ξέρει να στέλνει μηνύματα από το κινητό του.

Όλοι ρωτούν μήπως ήρθε η ώρα.

Όλοι λένε ότι είναι βαρύς ο πέλεκυς της κρίσης και του μνημονίου.

Μου βάζουν και μου ξαναβάζουν το ερώτημα, γιατί ρε Παναγιώτη αποφάσισες να ξανασχοληθείς, δεν βλέπεις τι γίνεται;

Κάτσε στη δουλειά σου, κάτσε στο νοσοκομείο σου, καλά είσαι εκεί.

Είναι Γιάννη μου όντως δύσκολη η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα και ιδιαίτερα όταν σου τα βάζουν οι φίλοι μας.

Μπήκα πράγματι σε κρίση.

Ψάχτηκα και ξαναψάχτηκα.

Πέρασαν αρκετές μέρες μέχρι να δώσω την απάντηση. Και θέλω να την ξέρεις κι εσύ.

Όταν βλέπεις γύρω σου όλα αυτά τα σκυθρωπά πρόσωπα, όταν έχει φύγει το χαμόγελο από το χείλη τους, όταν κλείνουν οι δουλειές τους, όταν πνίγονται στις ακάλυπτες επιταγές, όταν απολύουν τους φίλους μας από τις δουλειές και το χειρότερο δεν βλέπουν ΦΩΣ, πως μπορείς να μείνεις απαθής.

Σκέφτηκα τι μπορώ να κάνω εγώ γι’ αυτούς για τα παιδιά τα δικά τους και τα δικά μου.

Σκέφτηκα πως μπορώ να βοηθήσω. Σκέφτηκα μήπως αντί να καταγγέλλουμε όλοι μαζί το μνημόνιο, αντί να μεμψιμοιρούμε όλοι καταθλιπτικά, μπορώ να κάνω κάτι.

Σκέφτηκα ότι αντί να στείλω και εγώ ένα μήνυμα να πάρω μια πρωτοβουλία.

Να μετατρέψω το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα.

Να δω αν μέσα απ’ αυτές τις εκλογές, μπορεί να βγει κάτι καλό.

Και τότε η απάντηση Γιάννη μου ήταν απλή, στους φίλους μας.

Αφού γίνεται που γίνεται αυτή η μεγάλη αλλαγή, σ’ αυτό το κράτος που όλοι το καταγγέλλουμε από τη στιγμή που γεννιόμαστε στα δημόσια μαιευτήρια μέχρι την στιγμή που πεθαίνουμε και μας πάνε στα δημόσια κοιμητήρια, γιατί να μην την εκμεταλλευτούμε;

Γιατί να μην ψάξουμε να δούμε αν μπορούμε, τώρα από την αρχή, τι ευκαιρίες μας προσφέρει αυτή η αλλαγή.;

Γιατί να μην ψάξουμε να δούμε αν μπορούμε να μειώσουμε τον πόνο, τη θλίψη και την απογοήτευση;

Γιατί να μην ψάξουμε να δούμε αν μπορούμε μέσα από την αλλαγή αυτή να ξανασχεδιάσουμε τις πόλεις μας;

Γιατί εμείς εδώ στο νότο να μην αξιοποιήσουμε τη θάλασσα και τις παραλίες μας;

Γιατί εμείς εδώ στο νότο να μην δώσουμε υπεραξία, πλούτο, δουλειές στα νέα παιδιά, ξανακοιτάζοντας προς τη θάλασσα;

Γιατί πρέπει άλλοι να σχεδιάσουν χωρίς εμάς;

Γιατί όλοι εμείς να καθόμαστε στις δουλίτσες μας βολεμένοι και ήσυχοι;

Και τότε Γιάννη μου έγινε το κλικ μέσα μου.

Και τότε Γιάννη μου ξανάναψε η λάμπα.

Και τότε Γιάννη μου έσκασε λίγο το χειλάκι τους.

Αλλά τότε όμως ήρθε καπάκι η δεύτερη πιο δύσκολη ερώτηση. Ο Γιάννης ρε Παναγιώτη τι λέει για όλα αυτά.

Είναι γεγονός φίλε ότι σκέφτηκα πολύ. Έψαξα να δω τι λες και τι σκέφτεσαι.

Κοίταξα δεξιά και αριστερά σ’ έψαχνα σε κανένα κανάλι ή ραδιόφωνο, αλλά πουθενά δε σ’ έβλεπα.

Έβλεπα όλους τους άλλους εκτός από σένα και μου γεννήθηκε τότε μια απορία.

Πως είναι δυνατόν εσύ με το τόσο ανοιχτό μυαλό που δοξάστηκες με το λόγο σου και με την πένα σου, να είσαι εξαφανισμένος;

Πως είναι δυνατόν εσύ από λαλίστατος και πολυγραφότατος να επέλεξες τη σιωπή και τη μούγκα;

Είναι δυνατόν Γιάννη μου, η σιωπή σήμερα να είναι αξία;

Είναι δυνατόν να ζητάς, από όλους αυτούς που μεγαλώσαμε μαζί και που ο καθένας μας κουβαλάει τη μικρή ή τη μεγαλύτερη ιστορία του και την προσφορά του στην πατρίδα και στην παράταξη, να σε στηρίξουν μ’ αυτόν τον τρόπο;

Από ότι θυμάμαι Γιάννη μου και πριν από 3 χρόνια, το 2007 που διαφωνήσαμε, δεν ήσουν ποτέ με το γκρίζο και το θολό.

Θυμάμαι τότε που μου έλεγες ότι η διαφωνία μας είναι η δύναμή μας.

Η διαφορετικότητά μας είναι αυτή που πρέπει να διαφυλάξουμε στην παράταξη.

Να παλέψουμε όλοι μαζί για να ξανακυβερνήσουμε τη χώρα

Να κρατήσουμε την ενότητά μας γιατί έτσι θα είμαστε πιο δυνατοί.

Κι’ όπως θυμάσαι όλοι αυτό κάναμε. Ξαναβγήκες και πάλι από τους πρώτους βουλευτές, σε στηρίξαμε γιατί πιστεύαμε ότι ξεχώριζες.

Αλλά τώρα Γιάννη μου τι κάνεις.;

Πως είναι δυνατόν, εσύ ο υμνητής της ενότητας, να μετατρέπεσαι σιγά-σιγά σε Δούρειο ίππο δια της σιωπής μαζί με το Μητσοτακαϊικο; Που πήγαν οι ιστορικές μνήμες; Αλλά πάνω απ’ όλα γιατί δεν μας λες τίποτα για το μέλλον.

Γιατί επέλεξες να ψαρέψεις στα γκρίζα και στα θολά νερά.

Αφού εσύ ξέρεις να ψαρεύεις καλά με πετονιά.

Γιατί ξεχνάς, ότι όλοι εμείς πάντα αναζητάγαμε τα καθαρά νερά για να ψαρεύουμε.

Ήμασταν πάντα μπροστά με γνώμη, με άποψη, με θέση, με διαφωνία και διαφορετικότητα.

Αλλά πάντα ήμασταν εκεί πάντα όλοι μαζί, πάντα για την παράταξη.

Φαίνεται ότι τώρα έφυγες από την παρέα μας και μας στεναχώρησες, όλους, όχι γιατί επέλεξες να περπατήσεις μόνος σου, αλλά γιατί δεν μας λες γιατί το έκανες και πολύ περισσότερο γιατί δεν έχεις να μας πεις τι θες να κάνεις.

Γι’ αυτό ακριβώς κρύβεσαι, γιατί Γιάννη μου είναι δύσκολα να μας κοιτάζεις πια στα μάτια.

Δεν πειράζει φίλε,

Καλή αντάμωση. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου